Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πάντα σ' αγαπούσα.

Πάντα σ' αγαπούσα.

Photo by Canvas


Βράδυ Σαββάτου. Έξω βρέχει και ο αέρας παίζει τα δικά του βίαια παιχνίδια. Είναι στιγμές που δείχνει μια μανία διαφορετική. Παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Καθισμένη άλλη μια βραδιά στη μικρή σοφίτα παρατηρεί τον δρόμο και τους ελάχιστους περαστικούς. Κάνουν αγώνα να προφυλαχτούν από την δυνατό αέρα και την βροχή, που δεν λέει να κοπάσει ώρες τώρα. Είναι καιρός που η Μαρίζα δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει την μοναξιά της. Προτιμά να κάθεται μόνη στο μικρό δωμάτιο, να ακούει μουσική και να διαβάζει ξανά και ξανά τα αγαπημένα της βιβλία.

Οι φίλοι, την κούρασαν. Η δουλειά της δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον πλέον. Δεν ξέρει αν την βαρέθηκε ή απλά συνήθισε να μην ελπίζει στην αλλαγή. Περνά περισσότερο χρόνο ανάμεσα στα βιβλία και τα ημερολόγια της, απ' ότι στις καφετέριες και τα κλαμπ με τις φίλες της. Την κούρασε κάπως, να βγαίνει και να μην ξέρει το γιατί. Να πηγαίνει στα ίδια μέρη και να βλέπει τους ίδιους ανθρώπους, να της λένε τα ίδια προβλήματα και ιστορίες. Ίσως να χρειάζεται κάποια αλλαγή. 

Αυτά σκέφτεται η Μαρίζα καθισμένη στην πολυθρόνα της, απολαμβάνοντας την βροχή και την απόλυτη ηρεμία του σκοταδιού. Ξαφνικά ακούγεται θόρυβος από το δρόμο και η προσοχή της στρέφεται εκεί. Παρατηρεί μια μηχανή να σταματά στην απέναντι μονοκατοικία. Είναι η δεύτερη φορά που βλέπει ζωή σε αυτό το σπίτι. Βλέπεις είναι ακατοίκητο εδώ και χρόνια. Στην αρχή την πλήγωνε πολύ. Με τον καιρό συνήθισε. Εκεί ζούσε ο πρώτος της έρωτας. Μια παιδική αγάπη που ποτέ δεν μοιράστηκε. Οι γονείς χώρισαν και η μητέρα πήρε τον γιό της και έφυγαν για την γενέτειρά της.

Παρατηρεί τον άντρα που κατεβαίνει από την μηχανή και τρέχοντας ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, ώστε να προφυλαχτεί όσο μπορεί από την βροχή. Πάντα της έκαναν εντύπωση οι μηχανόβιοι. "Περίεργοι άνθρωποι, έχουν ένα πάθος με την ταχύτητα" σκέφτηκε και χαμογέλασε, χωρίς να ξέρει το λόγο. Συνέχισε να κοιτάζει το σπίτι απέναντι και να παρατηρεί τα φώτα στα δωμάτια να ανοίγουν και να κλείνουν. Μέχρι που το φως της σοφίτας παραμένει ανοιχτό πολλή ώρα. Χαμογελά που βλέπει πως το αγαπημένο, αλλά ξένο δωμάτιο μένει φωτισμένο.

Ξαφνικά μια σκιά στο απέναντι παράθυρο δηλώνει πως ο ξένος χαζεύει μόνος και αυτός την βροχή. Δεν ξέρει ακόμα το λόγο αλλά της προκαλεί μια ανησυχία αυτός ο άντρας. Το φως ξαφνικά σβήνει και η σκιά εξαφανίζεται. Η Μαρίζα κοιτάζει το ρολόι και συνειδητοποιεί πως είναι αργά και πρέπει να κοιμηθεί. Έχει ένα σημαντικό ραντεβού το πρωί και δεν θέλει να είναι άυπνη και κουρασμένη. Αποφασίζει λοιπόν, να ξαπλώσει.

Photo by Canvas

Ένας άστατος ύπνος και πολλά περίεργα όνειρα την οδηγούν το πρωί με βιασύνη στο κοντινότερο καφέ. Ζήτα τον αγαπημένο της εσπρέσσο και πριν προλάβει να απολαύσει της πρώτη σταγόνα καφεινης, παρατηρεί τον άντρα της απέναντι μονοκατοικίας να μπαίνει στο κατάστημα. Της τραβάει την προσοχή η παρουσία του, αλλά κάτι στο ύφος του την τρομάζει. Αυτός της χαμογελάει αμήχανα και δίνει την παραγγελία του. Η Μαρίζα με μια περίεργη αίσθηση αμηχανίας παίρνει τον καφέ της και χωρίς καμία αντίδραση φεύγει για το γραφείο της.

Δύσκολη μέρα, χωρίς ανάσα. Πέρασε η μέρα χωρίς να δώσει βάση σε τίποτα γύρω ή μέσα της. Μόλις αποφασίζει να γυρίσει σπίτι της, το μυαλό της γυρίζει στην τυχαία συνάντηση και ένα μικρό άγχος έρχεται και φωλιάζει στην ψυχή της. Δεν θέλει να γυρίσει σπίτι, αλλά δεν θέλει να δει και κανέναν. Τις φίλες της και τα ανόητα προβλήματα τους, δεν τις αντέχει πια. Ο Μάριος είναι βαρετός αυτό τον καιρό και σίγουρα δεν θέλει να του δώσει πάλι ελπίδες. Έκανε καιρό να τον ξεφορτωθεί, την τελευταία φορά. Έτσι αποφασίζει να κάνει μια μεγάλη βόλτα μόνη της. 

Χαζεύει τα παλιά νεοκλασικά και το μυαλό της ταξιδεύει μακριά. "Χρειάζομαι μια αλλαγή", σκέφτεται, αλλά ακόμα δεν έχει καταλήξει σε ποιο τομέα. Τίποτα δεν πάει καλά στην ζωή της. Η προσωπική της ζωή πάσχει. Πέφτει από την μια αδιάφορη γνωριμία στην άλλη. Ίσως και αυτός να είναι ο βασικότερος λόγος που αποφύγει τις φίλες της. Τα προξενεία τους έγιναν αφόρητα. Ο αδερφός της είναι συνέχεια με μούτρα. Χώρισε πρόσφατα και τον φιλοξενεί σπίτι της. Βέβαια το σπίτι είναι μεγάλο και δεν συναντιούνται συχνά, αλλά βιώνει τον χωρισμό του και μόνο για αυτό μιλάει. 

"Πόσο να ακούσεις τα ίδια και τα ίδια" μονολογεί, πιο δυνατά απ' ότι θα έπρεπε και συνειδητοποιεί πως οι περαστικοί την κοιτάζουν. Γελάει με την συμπεριφορά της και κατεβάζει το βλέμμα της. Συνεχίζει την πορεία της προς το σπίτι βιαστικά και φανερά πιο ήρεμη. Αυτή η βόλτα της έκανε καλό. Αν και... "Θα προτιμούσα να μην είμαι μόνη σήμερα" σκέφτεται και μια μικρή θλίψη την πλησιάζει, όσο φτάνει σπίτι της.

Photo by Canvas

Κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Αγνοεί τα συναισθήματα της και ψάχνει τα κλειδιά να ανοίξει την πόρτα της αυλής. Μια φωνή την ταράζει. Γυρίζει ξαφνικά και κοιτάζει πίσω της.

- Καλησπέρα, ακούγεται να της λέει ο άγνωστος άντρας.

- Γειά.

- Σε τρόμαξα; Συγγνώμη δεν το ήθελα.

- Ε, όχι, λέει διστακτικά η Μαρίζα και τον κοιτάζει όλο απορία.

- Ήθελα μέρες να σου χτυπήσω το κουδούνι, αλλά όλο κάτι με εμπόδιζε. Ίσως, ότι δεν με αναγνώρισες να ήταν αποτρεπτικό για μένα, σταματάει απότομα ο άγνωστος άντρας και ένα αμήχανο χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη του.

- Να σε αναγνωρίσω; ρωτάει μπερδεμένη και δεν ξέρει τι ακριβώς περιμένει να ακούσει. Ποιος μπορεί να είναι, σκέφτεται αλλά δεν θέλει και να καταλάβει ο άγνωστος τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό της.

- Έχουν περάσει αρκετά χρόνια και σίγουρα άλλαξα πολύ. Σκέφτηκα, πως οι φίλοι δεν ξεχνούν, αλλά μάλλον έκανα λάθος, είπε και μια μικρή μελαγχολία χαράχτηκε στο πρόσωπο του. Είμαι ο Στέφανος. Ξέρω πως πέρασαν δέκα χρόνια. Σίγουρα δεν είναι και λίγα.

- Στέφανε, εσύ; κατάφερε να πει μόνο και η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Πέρασε τόσος καιρός. Δεν είχα νέα σου από την μέρα που έφυγες. Άλλαξες πολύ, είπε μόνο και έμεινε να τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Ψάχνοντας να βρει ομοιότητες με τον Στέφανο του παρελθόντος. Και ήταν πολλές.Πως δεν το κατάλαβα το πρωί, σκεφτόταν.

- Όπως κι εσύ. Το μικρό κοριτσάκι με τις φακίδες και τις μακριές πλεξούδες, έγινε μια πολύ όμορφη γυναίκα, είπε και χαμογέλασε. Άλλαξε γρήγορα θέμα όμως, καθώς μετάνιωσε για το σχόλιο του. Ερχόμουν να δω τον αδερφό σου. Δεν περίμενα πως θα είσαι σπίτι, είπε ψέματα όμως.

- Βασικά, εδώ είναι το σπίτι μου, τον ειρωνεύτηκε χωρίς να ξέρει το λόγο. Έλα, πέρασε μέσα. Σίγουρα θα είναι καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση. Ίσως του κάνει καλό να μιλήσει και με έναν άλλο άνθρωπο.

Photo by Canvas

Πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού και μόλις ο Στέφανος κάθισε στον καναπέ, η Μαρίζα τους άφησε μόνους. Προτίμησε την ηρεμία και ασφάλεια της σοφίτας. Ένιωσε περίεργα με αυτήν τη συνάντηση. Τόσα χρόνια δεν είχε ακούσει τίποτα για τον Στέφανο. Και τώρα ξαφνικά έμαθε πως επικοινωνούσαν με τον αδερφό της. "Γιατί δεν της είπε κάτι τόσα χρόνια", σκέφτηκε και ένιωσε να θυμώνει λιγάκι μαζί του. Παράλογη σκέψη. Τι να της πει και γιατί; Ποτέ δεν μίλησε για τον Στέφανο η Μαρίζα, ούτε έδειξε κάποιο ενδιαφέρον.

Οι δύο άντρες έκαναν παρέα από παιδιά. Είχα την ίδια ηλικία και τις ίδιες παρέες. Συχνά ο Στέφανος έμενε σπίτι τους. Έβγαιναν και έπαιζαν μουσική και ηλεκτρονικά παιχνίδια με τις ώρες οι δύο τους. Βλέπεις ήταν μεγαλύτεροι, δεν την έκαναν παρέα. Πολλά τα πέντε χρόνια που τους χώριζαν, ειδικά σε εκείνη την ηλικία. Προσπαθούσε πάντα η Μαρίζα να τραβήξει την προσοχή και το ενδιαφέρον τους, αλλά δεν τα κατάφερνε. Θυμάται πολλές φορές να της κλείνουν στα μούτρα την πόρτα του δωματίου ή να μην την θέλουν μαζί στα πάρτι. Θύμωνε και ήθελε να τους φωνάξει, αλλά ήταν μεγαλύτεροι και τους φοβόταν αρκετά. Ειδικά τον Στέφανο. 

Καθισμένη στην πολυθρόνα της κοιτούσε πάλι το δρόμο. Στο βάθος ακούγονταν η αγαπημένη της μουσική. Αναπολούσαι στιγμές του παρελθόντος. Θυμόταν, τότε που της είχε βάλει τις φωνές ο Στέφανος. Τον είχε απειλήσει πως θα πει σε όλους για τα τσιγάρα, αν δεν την έπαιρναν μαζί τους στο σινεμά. Ακόμα και τώρα ένιωσα τον τρόμο από τις τότε φωνές του. Είχε γίνει έξαλλος με το θράσος της και της φώναζε τόσο δυνατά που έβαλε τα κλάματα. Είχε φύγει τρέχοντας για το δωμάτιο της και δεν ήθελε να του ξανά μιλήσει ποτέ.

Βέβαια, δεν πέρασαν πολλές μέρες και πάλι στα πόδια τους τριγύριζε η Μαρίζα. Είχε κάτι ο Στέφανος και όσο και αν τον φοβόταν, ήθελε να είναι κοντά του. "Όπως σήμερα", σκέφτηκε. Ενώ το πρωί που τον συνάντησε της χαμογελούσε, είχε νιώσει φόβο για τον άγνωστο άντρα. "Όπως και στην αυλόπορτα", συνέχισε την σκέψη της. Δεν ήθελε να σκεφτεί άλλο, ούτε το παρελθόν, ούτε τους φίλους του αδερφού της, ούτε τίποτα. Είχε ανάγκη να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Ξαφνικά ένιωσε κουρασμένη. Δεν ήταν η καλύτερη φάση της ζωής της και γενικά τον τελευταίο χρόνο δεν ήξερε τι ήθελε. Ίσως και γι' αυτό να μην άντεχε και την παρουσία άλλου ανθρώπου στο σπίτι.

Photo by Canvas

Το πρωινό ξύπνημα δύσκολο άλλη μια μέρα. Δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι και πολύ χαιρόταν που ήταν Σάββατο. Δεν ήθελε να πάει στο γραφείο. Θα σηκωνόταν από το κρεβάτι και θα έπινε έναν καφέ στον κήπο. Ακόμα έκανε πολύ κρύο, αλλά είχε ανάγκη από καθαρό αέρα. Σηκώθηκε λοιπόν, αγνόησε τα όνειρα που βασάνιζαν τον ύπνο της και κατευθείαν μπήκε στην κουζίνα. Τρόμαξε, καθώς δεν περίμενε να βρει κανέναν στο δωμάτιο. Ο Στέφανος είχε φτιάξει ήδη καφέ και της πρόσφερε την κούπα που μόλις ετοίμασε. 

- Καλημέρα, της είπε και ετοιμάστηκε να δικαιολογήσει την παρουσία του στο σπίτι της. Συγγνώμη, αλλά ήπιαμε πολυ χθες και δεν θυμάμαι ποτέ μας πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ξύπνησα με πονοκέφαλο και ο Άκης μου ζήτησε να φτιάξω καφέ πριν φύγω. Ένιωθε την αμηχανία της και προσπαθούσε μιλώντας ασταμάτητα να δικαιολογήσει την στάση του, αλλά και την δική του αμηχανία. Δεν ήταν σε καλύτερη θέση αυτός.

- Καλημέρα. Δεν πειράζει. Σαν το σπίτι σου. Εξάλλου εδώ μεγάλωσες. Εμένα με συγχωρείς. Σε ευχαριστώ για τον καφέ, αλλά έχω πολλή δουλειά, δεν ήξερε τι άλλο να πει. Είχε απλά την ανάγκη να φύγει τρέχοντας.

- Μείνε να πιούμε έναν καφέ, είναι Σάββατο. Η δουλειά ίσως μπορεί να περιμένει λιγάκι, είπε διστακτικά.

- Ίσως αργότερα. Τώρα δεν μπορώ. Με συγχωρείς, είπε και βιαστικά έφυγε από το δωμάτιο.

Photo by Canvas

Ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας και την παρατηρούσε να φεύγει βιαστικά. "Αυτή η κοπέλα ποτέ δεν με συμπάθησε", σκέφτηκε. "Σαν κοριτσάκι με φοβόταν και σαν γυναίκα με αποφεύγει", συνέχισε και η σκέψη έκαψε την καρδιά του. 

Πάντα ρωτούσε ο Στέφανος για την Μαρίζα και πάντα νοιαζόταν γι' αυτήν. Ο Άκης όμως είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Αυτή ήταν η αδερφή του και να μείνει μακριά. Δεν ήθελε να την πληγώσει ο φίλος του. Ήξερε πως έπαιζε με τις κοπέλες και αργότερα με τις γυναίκες. Την αγαπούσε την αδερφή του και ας μην ήταν δεμένοι. Είχαν πολλά κοινά με τον φίλο του. Λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο. Ίσως και αυτός ο τρόπος, βασικά σίγουρα αυτός ο τρόπος τον έφερε εδώ. Για αυτό, τον χώρισε η γυναίκα του. Με αυτές τις σκέψεις πέρασε την μέρα του ο Στέφανος. "Ίσως όμως να έπρεπε να αντισταθώ, όταν ο Άκης μου ζητούσε να μείνω μακριά, σκέφτηκε, αλλά μετάνιωσε. Είχαν περάσει τόσα χρόνια. Τι κάθομαι και σκέφτομαι", μονολογούσε.

Χώθηκε στην ασφάλεια της σοφίτας και δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να φύγει τόσο γρήγορα από την κουζίνα. Κάτι την τρόμαζε. Ήταν μεγάλη γυναίκα πλέον. Ήταν αδικαιολόγητη η συμπεριφορά της. Τι φοβόταν μήπως την βάλει τιμωρία ή δεν την πάρει μαζί του στο πάρτι; Τι ανόητη συμπεριφορά είχε δείξει. Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της, αλλά ξαφνικά και μια λαχτάρα να τον ξαναδεί. Και ξαφνικά μέσα στην ηρεμία του δωματίου. Ήρθε μια τόση δα σκέψη να κάνει τόσο θόρυβο. Ο παιδικός της έρωτας ξανά ζωντάνευε. "Αποκλείεται", σκέφτηκε. Μόνο που ούτε η ίδια δεν το πίστευε.

"Έτσι εξηγείται ο φόβος", έλεγε τώρα. Δεν φοβάμαι την τιμωρία, αλλά την απόρριψη για δεύτερη φορά. "Τι θα κάνω τώρα; Τι ήθελε και γύρισε; Και αν γύρισε για μένα;" Βασάνιζε με σκέψεις το μυαλό της η Μαρίζα, μέχρι που μόνο μια λύση υπήρχε μπροστά της. Να μάθει από τον αδερφό της, τα πάντα. Αποφάσισε λοιπόν πως είναι ώρα να βγει από το δωμάτιο και να μιλήσει μαζί του. Πήρε βαθιές ανάσες και ξεκόλλησε από την πολυθρόνα. Πήρε και τον καφέ της, καθώς χρειαζόταν κάτι δυνατό, να την κρατάει σε εγρήγορση. Ήθελε να μάθει τα πάντα. 

Ο Άκης καθισμένος στον κήπο έπινε τον καφέ του και χάζευε τους περαστικούς. Απόρησε μολις είδε την Μαρίζα να βγαίνει στον κήπο και να τον πλησιάζει. Συνήθως τον απέφευγε. Ήξερε πως την είχε κουράσει με τα προσωπικά του και είχε πάρει απόφαση πως δεν θα την ξανά τρελάνει με τα δικά του. Κάθισε λοιπόν πλάι του και άρχισαν να μιλάνε γενικά. Μόλις έφτασε η συζήτηση στο Στέφανο, την κοίταξε λίγο καχύποπτα, αλλά τελικά απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις. Ήξερε μέσα του, πως ο Στέφανος πάντα νοιαζόταν γι' αυτήν και ήταν λάθος που τον είχε εμποδίσει τότε. Ίσως αν ήταν με την αδερφή του να είχε γλιτώσει από πολύ πόνο στην ζωή του. Αυτά σκεφτόταν ο Άκης και δεν πρόσεξε τις αντιδράσεις της. Προβληματίστηκε με όσα άκουσε η Μαρίζα και δεν ήξερε πώς να νιώσει. Καταλάβαινε όμως πολλά ή έτσι νόμιζε.

Περνούσε ο καιρός και έφταναν Χριστούγεννα. Ο Στέφανος και ο Άκης περνούσαν πολύ χρόνο μαζί στο σπίτι της και σε εξόδους. Η Μαρίζα δεν τους ακολουθούσε ποτέ. Δεν της το πρότειναν βέβαια και αυτό την ενοχλούσε. Σίγουρα έπαιξε ρόλο, ότι κάθε φορά που έβλεπε τον Στέφανο στο σπίτι, έφυγε βιαστικά για την σοφίτα. Δεν ήξερε τι να κάνει και τι να πει, αλλά περισσότερο φοβόταν μήπως κάποιος από τους δύο καταλάβει πως πραγματικά ένιωθε. Η συμπεριφορά της είχε κάνει ξεκάθαρο στον Στέφανο πως δεν τον συμπαθούσε καθόλου και τον απέφευγε συνειδητά.

Photo by Canvas

Σαν κεραμίδα στο κεφάλι της έπεσε η πρόταση του Άκη να κάνουν όλοι μαζί Χριστούγεννα. Δεν το περίμενε. Δεν ήξερε τι να πει και πως να αντιδράσει. Δεν ήξερε τι δικαιολογία να πει. Δεν είχε κανονίσει τίποτα και δεν σκόπευε να βγει από την σοφίτα. Είχε χωθεί πιο βαθιά στην θλίψη της τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Ένιωθε πως αν κάποιος την κοιτάξει στα μάτια θα καταλάβει πώς νιώθει για τον Στέφανο και δεν είχε τρόπο να διαχειριστεί την κατάσταση. Δεν είχε άλλη επιλογή όμως, έπρεπε απλά να δεχτεί. Και αυτό έκανε. Χαμογέλασε και, ίσως να βρήκε τα κατάλληλα λόγια.

- Εξαιρετική ιδέα Άκη. Πολύ ωραία θα περάσουμε οι τρεις μας.

- Ναι ναι, είπε διστακτικά ο Άκης και κοιτάχτηκαν επιφυλακτικά μεταξύ τους οι δύο άντρες.

Η Μαρίζα δεν έδωσε σημασία στο συνωμοτικό βλέμμα τους. Σηκώθηκε και κρύφτηκε, όπως πάντα στην σοφίτα. Εκεί ένιωθε ασφάλεια. Μπορούσε να αφήνει ελεύθερη την Μαρίζα να αναπνεύσει. Να σκεφτεί, να ονειρευτεί, να φανταστεί, να ελπίζει πως θα αλλάξει κάτι. Είχε μάθει να περνάει τα βράδια της μόνη, με συντροφιά την μουσική και τα βιβλία. Έτσι λοιπόν έκανε και σήμερα. Άνοιξε ένα βιβλίο και κάθισε στην πολυθρόνα. Είχε ανάγκη να ξεχαστεί και να πάρει λίγο την σκέψη της από το Στέφανο. Βλέπεις, την είχαν σοκάρει τα όσα έμαθε από τον αδερφό της. Ο Στέφανος είχε παντρευτεί και είχε χωρίσει. Είχε ζήσει έντονα την ζωή του. Είχε κάνει άνω κάτω την ζωή του και ξανά γύρισε στο μηδέν για να ξεφύγει από έναν μεγάλο έρωτα. Αυτό την πλήγωνε περισσότερο απ' όλα. "Το ίδιο δεν κάνω κι εγώ τώρα;" σκέφτηκε και ένιωσε να κυλούν τα δάκρυα της. 

Άκουσε το χτύπημα στην πόρτα και βιάστηκε να επανέλθει στην τάξη. Σκούπισε τα μάτια της και ανασυντάχθηκε, ώστε να αντιμετωπίσει τον αδερφό της. Όμως στην πόρτα φάνηκε ο Στέφανος. 

- Μπορώ να περάσω, ρώτησε αμήχανα

- Συμβαίνει κάτι; ρώτησε και η ταραχή της ήταν ολοφάνερη.

- Ήθελα να μιλήσουμε λιγάκι, αν δεν έχεις πρόβλημα.

- Πες μου.

- Θέλω να σε ευχαριστήσω που δέχτηκες να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα. Είναι σημαντικό για μένα. Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να είσαι στον ίδιο χώρο με εμένα. 

Η Μαρίζα κάτι προσπάθησε να πει. Ίσως και να δικαιολογηθεί. Αλλά ο Στέφανος δεν την άφησε. Πήρε τρυφερά τα χέρια της στα δικά του και την κοίταξε στα μάτια. 

- Δεν πειράζει, της είπε. Έχω συνηθίσει μετά από τόσα χρόνια. Εξάλλου δεν είσαι υποχρεωμένη. Είμαι απλά φίλος του αδερφού σου. Δεν χρειάζεται να με συμπαθείς. Βέβαια, εγώ σου είχα πάντα αδυναμία.

- Εμένα; ρώτησε χαμηλόφωνα η Μαρίζα και ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. 

- Από κοριτσάκι σε πρόσεχα και σε προστάτευα. Δεν μπορεί να μην το θυμάσαι; είπε όλο παράπονο και προσπάθησε να χαϊδέψει αδιάφορα, αλλά πολύ τρυφερά τελικά, τα μαλλιά της.

Παρατήρησε το τρέμουλο στα χέρια της και την ένταση στα μάτια της. Του έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή της ξαφνικά. "Ποσο πολύ με αντιπαθεί", σκέφτηκε. Αλλά προσπάθησε να πάρει κουράγιο.

- Να ξέρεις, πάντα σε φοβόμουν λιγάκι. Ειδικά όταν ήμασταν παιδιά. 

- Μα γιατί;

- Ίσως επειδή ήσουν μεγαλύτερος και μου φώναζες συνέχεια.

- Μα, δεν είχα το δικαίωμα να κάνω κάτι άλλο. Ο Άκης ξέρεις...

- Ο Άκης;

- Δεν είχε σημασία. Ήθελα να σε ευχαριστήσω. Είναι σημαντικό για μένα. Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα με την κόρη μου και δεν ξέρω αν μπορώ να είμαι μόνος μαζί της, είπε με μια ανάσα.

Η Μαρίζα τον κοιτούσε σοκαρισμένη και δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε μείνει άναυδη με την αποκάλυψη του. Ήθελε να πει τόσο πολλά. Να ρωτήσει ακόμα περισσότερα. Τώρα κατάλαβε τον λόγο που μετρούσαν τα λόγια τους στο τραπέζι. Μα γιατί δεν είπε κάτι ο αδερφός της. Είχε θυμώσει τόσο πολύ μαζί του, αυτή την στιγμή. Κοιτούσε τον Στέφανο και δεν ήξερε τι πρέπει να πει και τι όχι. Εκείνος κατάλαβε πως δεν ένιωθε καλά και είπε να την βγάλει από την δύσκολη θέση.

- Δεν θέλω να σε ενοχλήσω άλλο. Σε ευχαριστώ και πάλι. Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς, είπε και έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο.

Photo by Canvas

Η Μαρίζα έμεινε να κοιτάζει τον τοίχο. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε και πιο ερωτευμένη. Τώρα όμως, όλα άλλαζαν. "Ο Στέφανος είχε μια γυναίκα και ένα παιδί. Ή μόνο ένα παιδί. Ποιος ξέρει. Ίσως να τα ξαναβρήκε με την γυναίκα του", αυτά σκεφτόταν και μαύριζε η ψυχή της. Έκανε λάθος. Μεγάλο λάθος που δέχτηκε να κάνουν μαζί Χριστούγεννα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Έπεσε στο κρεβάτι και μετά από ώρες την πήρε ο ύπνος από την κούραση.

Ύπνος δύσκολος και με πολλά όνειρα. Ο Στέφανος πρωταγωνιστής σε όλα, και αυτή σε μια γωνίτσα να κοιτάζει τη ευτυχισμένη οικογένεια. Δεν ξεκουράστηκε καθόλου. Ξύπνησε με μαύρους κύκλους και όταν πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ της, είδε δύο κεφάλια να την κοιτάζουν με απορία και τρόμο. Δεν τους έδωσε καμία σημασία. Πήρε τον καφέ της και χωρίς να πει λέξη, έφυγε και τους άφησε.

Ο Στέφανος στεναχωρήθηκε πολύ, δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Δεν περίμενε να δει ποτέ έτσι την Μαρίζα. Μέσα του ήξερε πως αυτός έφταιγε. Απλά δεν μπορούσε να ξέρει τον λόγο. Άλλο πίστευε και άλλο πραγματικά ίσχυε. 

- Δεν έπρεπε να της μιλήσω. Ούτε να της πούμε για τα Χριστούγεννα. Αυτή η κοπέλα με αντιπαθεί πολύ. Τι της έχω κάνει;

- Σώπα ρε, σιγά μην είναι έτσι για σένα. Είναι περίεργη πολλούς μήνες. Μάλλον φταίει εκείνος ο Μάριος. Κάτι θα της έκανε πάλι.

- Ποιος Μάριος; ρώτησε μέσα στον πανικό και το άγχος ο Στέφανος.

- Τι έγινε Στέφανε μας νοιάζει ακόμα η μικρή; Κοίτα να δεις; Δεν στο είχα, ότι μπορεί να σου κράταγε τόσο το πάθος για την αδερφή μου, έλεγε με χαμόγελο ο Άκης, αλλά μέσα του ήλπιζε να ισχύει και να ήρθε ο καιρός να διορθώσει το λάθος που έκανε τοτε. Έβλεπε πως ο Στέφανος νοιαζόταν για την αδερφή του, αλλά και κάποιο λόγο ήθελε να πάρει επιβεβαίωση.

- Σταμάτα. Τι λες τώρα, έλεγε και σιγά σιγά κατέβαζε το κεφάλι για να κρυφτεί από τον φίλο του.

- Μίλησε της.

- Μα, τι λες. Η Μαρίζα με αντιπαθεί. Τι λέω; Με μισεί, είναι το σωστό.

- Στέφανε, μίλησε της. Άκουσε με. Ίσως να έκανα λάθος τότε. Ίσως αν μου μιλούσες ειλικρινά, να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Να μην είχες κάνει τόσα λάθη. Συγγνώμη.

- Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα; Τι σημασία έχουν; Δεν βλέπεις ότι δεν με αντέχει; Δεν έχει καθίσει ούτε μια φορά μαζί μας, τόσους μήνες που είμαι εδώ. Δεν μου απευθύνει ούτε το λόγο.

- Στέφανε, έχουν περάσει τόσα χρόνια και ακόμα υπάρχει μέσα στο μυαλό σου και στην καρδιά σου, απ' ότι καταλαβαίνω. Δεν αξίζει να ρισκάρεις; Τουλάχιστον έτσι θα μάθεις.

- Να μάθω κάτι που ξέρω; είπε μέσα στην απαισιοδοξία.

Photo by Canvas

Ο Άκης δεν μπορούσε να τον ακούει. Ήταν σα να βλέπει τον εαυτό του πριν μερικά χρόνια που δεν ήθελε να πάρει απαντήσεις. Κρυβόταν πίσω από το δάχτυλο του και απλά παρέτεινε το μαρτύριο του. Δεν είχε σκοπό να μείνει άπραγος. Είχε κάνει μια φορά λάθος και είχε εμποδίσει τον φίλο του να είναι ευτυχισμένος. Ίσως να υπάρχει ακόμα ελπίδα. Αν και αυτός φοβόταν τις αντιδράσεις της Μαρίζας. Ήταν πολύ αδιάφορη και απόμακρη. Δεν του μιλούσε ποτέ. Μόνο εκείνο το απόγευμα, είχε δείξει ενδιαφέρον για την ζωή του Στέφανου. Είχε ρωτήσει τόσα πολλά. Ακόμα και εκείνη την μέρα όμως, πάλι λάθος είχε κάνει. Είχε πει πράγματα που δεν έπρεπε και δεν είχε τονίσει τα βασικά. Όλα λάθος τα έκανε τελικά.

Η Μαρίζα δεν άντεχε να μείνει στο δωμάτιο της. Έβαλε μια ζακέτα και βγήκε στον κήπο να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Δεν άντεχε την κατάσταση. Την ενοχλούσε που ήταν συνέχεια μπροστά της. Τον πρώτο καιρό ήταν πιο εύκολο. Κρατούσε τα προσχήματα και όταν επέστρεφε σπίτι της, εκείνος έφευγε. Τις τελευταίες μέρες όμως είναι συνέχεια μέσα στα πόδια της. Δεν αντέχει άλλο. Έχει πάρει τις αποφάσεις της. " Τέλος, θα μιλήσω με τον Άκη. Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση", είπε χωρίς να καταλάβει πως μιλάει δυνατά.

- Ποια κατάσταση;

- Άκη; Τι κάνεις εδώ;

- Θέλω να μιλήσουμε. Έχει να κάνει με την συμπεριφορά σου και τον Στέφανο. Δεν καταλαβαίνεις πως είσαι συνέχεια απότομη και αδιάφορη απέναντι του; Είναι φίλος μου, τον νοιάζομαι και θέλω να είμαι δίπλα του σε αυτήν την δύσκολη στιγμή. Ζήτησε την βοήθεια μας και θέλω να του την προσφέρω. Αλλά δεν σε καταλαβαίνω. Τι κακο σου έχει κάνει; Πώς μπορείς να αντιπαθείς τόσο πολύ έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις; Εσύ ποτέ δεν ήσουν έτσι. Όταν ήμασταν παιδιά, ήμασταν μια παρέα. Τον συμπαθούσες νόμιζα.

- Δεν είμαστε παιδιά πλέον και δεν τον αντιπαθώ, προσπάθησε να εξηγήσει. Είναι το σπίτι μου Άκη και δεν μπορώ να είμαι κλεισμένη στο δωμάτιο όλη μέρα για να κάθεστε και να βλέπετε ποδόσφαιρο, ταινίες και να πίνετε κάθε βράδυ. Έχω ανάγκη τον χώρο και τον χρόνο μου. Θέλω να μπορώ να πίνω τον καφέ μου με την ησυχία μου το πρωί και όχι να βρίσκομαι αντιμέτωπη μαζί του κάθε στιγμή. Προσπαθούσε να μην τον κοιτάζει στα μάτια. Ήθελε να κρύψει τα συναισθήματα της. Ήταν δύσκολο όμως. Ήξερε πως μια μικρή αλλαγή της και θα την καταλάβαινε αμέσως. Έτσι κι έγινε.

- Μαρίζα, μου λες την αλήθεια; Μήπως η ένταση σου οφείλεται κάπου αλλού;

Η Μαρίζα πάγωσε και δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Ήξερε πως ήταν δύσκολο να τον κοροϊδέψει και ίσως γι αυτό απέφυγε να μιλήσει μαζί του τόσες μέρες. Ξαφνικά τα μάτια της αποκάλυψαν τα πάντα. Άρχισε να κλαίει και να μην μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του, αλλά δεν μπορούσε να πει όλα αυτά που έκρυβε μέσα της. Δεν χρειαζόταν όμως. Ο αδερφός της καταλάβαινε τα πάντα και πονούσε για το λάθος του. Την κρατούσε αγκαλιά και της χάιδευε τα μαλλιά. Προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο και δύναμη. Να την ηρεμήσει και να της προσφέρει ασφάλεια.

Ξαφνικά, ο Στέφανος βρέθηκε κοντά τους. Ίσως να μην μπορούσε να γίνει χειρότερη η κατάσταση. Στην αρχή δεν κατάλαβε πως η Μαρίζα έκλαιγε. Νόμιζε πως έβλεπε μια όμορφη στιγμή ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Όταν πλησίασε είδε πως η Μαρίζα ήταν σε κακά χάλια. Έτρεξε κοντά της και μέσα στην αγωνία ρωτούσε να μάθει, αν έγινε κάτι. Τα μάτια του τα έλεγαν όλα. Μα η Μαρίζα, από την ντροπή της, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. Την αμήχανη αυτή στιγμή, ήρθε να συμπληρώσει η άφιξη του ταξί που σταμάτησε στην πόρτα τους. Τα μάτια στράφηκαν στο ταξί και όταν η πόρτα άνοιξε και κατέβηκε το μικρό κορίτσι, η ατμόσφαιρα έγινε πιο αμήχανη από κάθε άλλη φορά.

Photo by Canvas

Ένα όμορφο κορίτσι 10 χρόνων, με πλούσια μακριά μαλλιά και εκφραστικά μάτια, πλησίασε την παρέα τους και με ένα μεγάλο χαμόγελο σταμάτησε μπροστά στον πατέρα του. Εκείνος δεν ήξερε τι να κάνει. Άπλωσε δειλά το χέρι του και ακούμπησε στο ώμο του παιδιού. Οι άλλοι δύο τον κοιτούσα μέσα στον πανικό και το παιδί σταμάτησε να χαμογελά. Ξαφνικά κατάλαβε το λάθος του και το τράβηξε στην αγκαλιά του. Ερωτήσεις, απορίες και ανάμεικτα συναισθήματα προκάλεσε η συμπεριφορά του. Η Μαρίζα έκανε να φύγει, αλλά κάτι την κράτησε πίσω. Όλοι μαζί ξεκίνησαν να μπουν στο σπίτι της. Πέρασαν στο σαλόνι και κάθισαν όλοι μαζί. Σιωπή έπεσε στον χώρο και κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Μέχρι που η μικρή άρχισε να μιλά.

- Εδώ θα μείνουμε; Αυτό είναι το σπίτι σου;

Ο Στέφανος δυσκολευόταν και κοιτούσε αμήχανος και φοβισμένος το παιδί. Βλέπεις, είχε να το δει σχεδόν 9 χρόνια. Ήταν η τιμωρία του, καθώς αυτό το παιδί ήταν "ένα λάθος".  Όταν η κοπέλα του έμεινε έγκυος, οι γονείς της τους πίεσαν να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Κανείς από τους δύο δεν ήθελε, αλλά δεν μπορούσαν και να αντιδράσουν. Ήταν είκοσι χρονών. Τα πράγματα δεν πήγαν καλά και ο ήδη ερωτευμένος Στέφανος έκανε το λάθος να εγκαταλείψει την οικογένεια του και να εξαφανιστεί. Σε αντίδραση και αντίποινα η γυναίκα του, του στέρησε κάθε δικαίωμα να βλέπει το παιδί. Μέχρι πριν λίγο καιρό που του ανακοίνωσε πως δεν μπορεί άλλο. Ήταν καιρός να ζήσει και εκείνη την ζωή της. Έπρεπε εκείνος να αναλάβει να την μεγαλώσει, πλέον.

Δεν είχε καμία ιδέα τι να κάνει. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στο πατρικό του και να ξεκινήσεις μια καινούργια ζωή. Βέβαια, δεν γνώριζε την κόρη του, και δεν είχε καμία ιδέα τι σημαίνει να μεγαλώνεις ένα παιδί. Έτσι βρέθηκε σήμερα απλά να την κοιτάζει και να μην ξέρει τι να κάνει και τι νιώθει. Πριν μερικά χρόνια είχε την ανάγκη να δει το παιδί του, αλλά πέρασε ο καιρός και η επιθυμία έμεινε ανεκπλήρωτη. Έτσι έμαθε να ζει με την ανάγκη να την δει, χωρίς να ξέρει τι να πει.

- Είμαι η Μαρίζα και αυτός ο αδερφός μου ο Άκης. Το σπίτι του μπαμπά είναι ακριβώς απέναντι. 

- Με λένε Ιφιγένεια. Ξέρω ότι πρέπει να μείνω με τον μπαμπά μου για λίγο, αλλά δεν μου αρέσει που άφησα το δωμάτιο μου και την μαμά.

Καταλαβαίναν όλοι πως η μικρή ένιωθε χαρούμενη και στεναχωρημένη ταυτόχρονα. Σίγουρα πολύ μπερδεμένη. Κοιτούσε συνέχεια τον μπαμπά της και την Μαρίζα σα να ζητούσε βοήθεια. Η Μαρίζα σηκώθηκε και πήρε το παιδί από το χέρι. 

- Πάμε να βάλουμε χυμό, είπε στην μικρή και άφησαν τους άντρες μόνους.

Εκείνοι ακίνητοι στις θέσεις τους χωρίς να ανταλλάξουν λέξη, περίμεναν μέχρι να επιστρέψουν από την κουζίνα. Η μικρή έδωσε μια κούπα με καφέ στον καθέναν και κάθισε κοντά στο τζάκι να πιει τον χυμό της. Χάζευε την φωτιά και έπινε. Αλλά σαν παιδί δεν κρατήθηκε και πολύ.

Photo by Canvas

- Εσύ θα είσαι η καινούργια μου μαμά; ρώτησε και όλοι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους.  Δεν πτοήθηκε από την σιωπή τους και συνέχισε. Είσαι όμορφη σαν την μαμά μου, αλλά δε νομίζω πως μου αρέσει να σε λέω μαμά. Σε πειράζει να σε λέω Μαρίζα και να είμαστε περισσότερο φίλες; Ξέρεις, η φίλη μου έχει μια μαμά που δεν την συμπαθεί καθόλου, εμένα μου αρέσει πάντως.

Ο Άκης τρόμαξε με την ένταση που δημιουργήθηκε στην ατμόσφαιρα και αποφάσισε πως κάτι έπρεπε να κάνει. Πήρε λοιπόν την μικρή και ξεκίνησαν να κάνουν μια βόλτα μέσα στο σπίτι. Ήθελε να της δείξει την σοφίτα και να δώσει λίγο χρόνο στους άλλους δύο να ηρεμήσουν. Βέβαια, η μικρή είχε καταφέρει να βάλει φωτιά, που ίσως να έφερνε και καλά αποτελέσματα. Ίσως τελικά να ήταν αναγκαίο κακό ή καλό, οι ερωτήσεις της.

Στο σαλόνι, η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Καθώς ξαφνικά ο Στέφανος λύγισε και ξέσπασε σε δάκρυα. Έδειχνε καταβεβλημένος και η Μαρίζα ένιωσε πως έπρεπε κάτι να κάνει. Τον πλησίασε δειλά και κάθισε δίπλα του. Του χάιδεψε τα μαλλιά και προσπάθησε να του δώσει κουράγιο.

- Όλα καλά θα πάνε.

- Μαρίζα, τι θα κάνω; Δεν ξέρω τι να κάνω.

- Μην απελπίζεσαι. Η μικρή είναι καλή και έξυπνη. 

- Είναι παιδί. Πώς θα μεγαλώσω ένα παιδί; 

- Μην φοβάσαι. Δεν είσαι μόνος σου, είπε χωρίς να ξέρει τι σημαίνει αυτό που έλεγε. 

- Αλήθεια; είπε και την κοίταξε μέσα στα μάτια. Ένιωσε να παίρνει κουράγιο. Ήθελε να της πει τόσο πολλά εκείνη την στιγμή.

- Θα μείνετε σήμερα εδώ. Και αύριο θα δούμε τι θα κάνουμε. Ευτυχώς είναι Παρασκευή και αύριο δεν δουλεύει κανένας μας. Σε έχει ανάγκη όμως. Πρέπει να βρεις τρόπο να την πλησιάσεις. Είναι στεναχωρημένη και της λείπει η μαμά της.

- Έχεις δίκιο, αλλά δεν ξέρω πως να το κάνω. 

- Όπως τώρα με εμένα. Δείξε τα συναισθήματα σου. Μην είσαι συνέχεια σοβαρός. Μίλησε της , ρώτησε την για την ζωή της, τους φίλους της. Παρε την μια αγκαλιά.

- Έχεις δίκιο. Σε ευχαριστώ, είπε και της χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο και μια αγκαλιά. Την είχε τόση ανάγκη ο ίδιος αυτή την αγκαλιά. Τόσα χρόνια περίμενε αυτήν τη στιγμή και δεν ήθελε να περάσει ποτέ. 

Ούτε η Μαρίζα ήθελε να φύγει όμως από την αγκαλιά του. Αφέθηκε στην ασφάλεια και την γαλήνη που ένιωσε και δεν κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα. Ξαφνικά και αμήχανα άφησαν ο ένας τον άλλο. Και οι δύο τους είχαν νιώσει την ανάγκη και την επιθυμία του άλλου. Μπορεί ο φόβος να τους εμπόδιζε, αλλά η ελπίδα τους έσπρωχνε πιο κοντά. Στην παρέα τους επέστρεψαν ο Άκης και η μικρή. Κάθισαν για λίγο όλοι μαζί χωρίς να μιλούν. Τα αδέρφια αποφάσισαν πως ήταν καιρός να δώσουν χρόνο στην νέα οικογένεια και αθόρυβα αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους.

Photo by Canvas


Η Μαρίζα ξάπλωσε στο κρεβάτι και έφερνε στο μυαλό της ξανά και ξανά την αγκαλιά του Στέφανου. Χαμογελούσε και ένιωθε τόσο ευτυχισμένη. Είχε νιώσει τόσο όμορφα εκείνες τις λίγες στιγμές. Κάτι στον τρόπο που την κρατούσε την έκανε να νιώσει πως κι εκείνος την είχε ανάγκη. Μπορεί όμως να έκανε λάθος. Έδιωξε μακριά της αρνητικές σκέψεις και αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο.

Ξύπνησε μετά από πολλές ώρες και άκουσε την απόλυτη ησυχία του σπιτιού. Κατέβηκε ήσυχα την σκάλα και με αργές κινήσεις πλησίασε στο σαλόνι. Ήταν άδειο. "Μάλλον όλοι κοιμούνται", σκέφτηκε και αποφάσισε να βάλει κάτι να πιει και να καθίσει κοντά στο τζάκι. Πήγε μέχρι την κουζίνα και δεν περίμενε πως εκεί θα έβρισκε το Στέφανο να πίνει και να καπνίζει. Τον πλησίασε και μόνο τότε κατάλαβε την παρουσία της. Κάθισε μαζί του χωρίς να μιλάει. Εκείνος έσπασε την σιωπή μετά από αρκετή ώρα.

- Όλα λάθος. Από την πρώτη μέρα που έφυγα από δω, πήγαν όλα λάθος. Η Έλσα έμεινε έγκυος. Παντρευτήκαμε. Γέννησε. Εξαφανίστηκα. Μου στέρησε το παιδί. Δεν το άντεχα στην αρχή, αλλά δεν είχα και τη δύναμη να παλέψω. Βλέπεις δεν την αγαπούσα και το ήξερε. Από την πρώτη μέρα ήξερε ότι ήμουν ερωτευμένος με κάποια άλλη. Με εκδικήθηκε με ότι είχε και δεν την αδικώ. Με πόνεσε που δεν μπορούσα να έχω μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και τώρα βρίσκομαι εδώ με ένα παιδί. Πώς θα τα καταφέρω; Τι θα κάνω;

- Γιατί τόσα λάθη; Τι σε εμπόδισε να είσαι με  την γυναίκα που αγαπούσες; Τι σε έσπρωξε να κάνεις παιδί με μια γυναίκα που δεν ήθελες;

- Ήμουν μικρός Μαρίζα. Απογοητεύτηκα. Παρασύρθηκα. Ξέρω πως φαίνομαι λίγος στα μάτια σου. Πλέον, ξέρω πως δεν με συμπαθείς και δεν σε αδικώ, αλλά αυτή την στιγμή έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Ξέρω πως δεν έχω δικαίωμα να φορτώνω τα προβλήματα μου σε σένα και δεν είσαι υποχρεωμένη να με ακούσεις...

Η Μαρίζα του έσφιξε το χέρι και τους βρήκε το ξημέρωμα δίπλα στο τζάκι να μιλούν. Ένιωθαν τόσο ευτυχισμένοι και οι δύο. Ήταν το πρώτο τους βράδυ μαζί. Ήρθαν τόσο κοντά. Είπαν τόσα πολλά. Ένιωσαν ακόμα περισσότερα ο ένας για τον άλλο. Κανείς όμως δεν έκανε μια κίνηση, δεν έδειξε κάτι παραπάνω. Η ανατολή τους βρήκε να μιλούν ακόμα. Διέκοψαν όμως την κουβέντα τους, καθώς έπρεπε έστω και λίγο να ξεκουραστούν. Θα ήταν δύσκολη η επόμενη μέρα. Ανέβηκαν μέχρι την σοφίτα επειδή η Μαρίζα επέμενε πως έπρεπε εκείνος να ξεκουραστεί. Σε λίγες ώρες η μικρή θα ξυπνούσε και επρεπε να είναι καθαρό το μυαλό του, ώστε να μιλήσει με το παιδί.

Photo by Canvas

Τελικά τον έπεισε και ανέβηκαν στη σοφίτα για να κοιμηθεί στο κρεβάτι της και εκείνη να πάρει μερικά ρούχα. Ο Στέφανος ξάπλωσε και μόλις η Μαρίζα άνοιξε την πόρτα να φύγει. Άκουσε την φωνή του.

- Μείνει για λίγο μαζί μου.

Δίστασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε τον φόβο και την κούραση του. Αλλά, και την ανάγκη της να είναι κοντά του. Πήρε βαθειά ανάσα και έκλεισε την πόρτα. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του και του χάιδεψε τα μαλλιά. Της κρατούσε το χέρι και δεν άργησε να βυθιστεί σε έναν ύπνο βαθύ. Η Μαρίζα έμεινε δίπλα του μέχρι που κι εκείνη αποκοιμήθηκε.

Ξύπνησαν απότομα, καθώς ένιωσαν την μικρή να χοροπηδάει στο κρεβάτι. Δεν περίμεναν κάτι τέτοιο. Δεν κατάλαβαν ποτέ τους πήρε ο ύπνος. Έστειλαν την μικρή στην κουζίνα και προσπάθησαν όπως όπως να δικαιολογηθούν ο ένας στον άλλο. Στιγμές έντονης αμηχανίας. Η Μαρίζα κατακόκκινη και ο Στέφανος να χάνει τα λόγια του. Σαν έφηβοι και οι δύο έψαχναν τα σωστά λόγια για να κρύψουν τα συναισθήματά τους. Είχε σωθεί κάπως η παρτίδα, μέχρι την στιγμή που μπήκε ο Άκης στη σοφίτα. Τους είδε μαζί, στο ίδιο δωμάτιο, ότι είχαν ξυπνήσει και αμέσως σκέφτηκε πως επιτέλους ο Στέφανος της μίλησε και όλα πήγαν καλά. Οπότε βιάστηκε να τον συγχαρεί.

- Επιτέλους Στέφανε. Είδες που σου είπα πως έπρεπε να της μιλήσεις. Ήξερα πως ήταν αμοιβαίο, είπε φανερά χαρούμενος.

Σα να άνοιξε κάποιος το παράθυρο και όλο το κρύο μπήκε μέσα. Πάγωσαν και οι δύο και δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν. Ο Άκης που κατάλαβε το λάθος του, έκανε μεταβολή και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο. Κατέβηκε γρήγορα στην κουζίνα και με μια καλή δικαιολογία, πήρε την μικρή να πάνε μέχρι το φούρνο. Δεν έβλεπε βασικά την ώρα να εξαφανιστεί από το σπίτι και να γλιτώσει την κατσαδα του φίλου του. Ήξερε πως ο Στέφανος ήταν πολύ πληγωμένος και δεν θα μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά στην Μαρίζα. Άσε που ήξερε πλέον πως ήταν πεπεισμένος, ότι η αδερφή του τον μισεί. Μόνο που η αδερφή του τελικά τον λάτρευε.

Photo by Canvas

Στην σοφίτα, τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει και πολύ. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο και κανείς δεν μιλούσε. Χρειάστηκαν πολύ χρόνο να διαχειριστούν τα λόγια του Άκη. Βασικά, η Μαρίζα δεν κατάλαβε τίποτα από τα λόγια του, καθώς η ντροπή της που κοιμήθηκαν στο ίδιο κρεβάτι και τους είδαν, η μικρή και ο αδερφός της ήταν μεγάλη. Ο Στέφανος όμως είχε κολλήσει στο αμοιβαία που είπε ο φίλος του.

- Μαρίζα, τι εννοούσε ο Άκης; είπε και πλησίασε σχεδόν τρέμοντας την κοπέλα.

- Δεν καταλαβαίνω, είπε φανερά απορημένη.

- Έγινε κάποια συζήτηση μεταξύ σας; Του είπες κάτι για μένα; 

Ήταν πλέον δίπλα της. Σε απόσταση αναπνοής.  Ένιωθε την ένταση του, αλλά και το άρωμα του. Έβλεπε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του, αλλά δεν καταλάβαινε το λόγο. Είχε αρχίσει να κοκκινίζει και προτίμησε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Κοιτούσε το δρόμο, όταν με το χέρι του έστρεψε το πρόσωπο της πάνω του. Γύρισε και τον κοίταξε. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να του εξηγήσει. Να του εξηγήσει ότι ήταν ο παιδικός της έρωτας. Ο μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτας. Προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να το ξεπεράσει. Να νιώσει φιλικά και άνετα μαζί του. Αυτός ήταν ο λόγος που τον απέφευγε τόσο καιρο. Δεν τον αντιπαθούσε. Τον αγαπούσε. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ζητήσει κάτι από αυτόν. Ήξερε πως την έβλεπε φιλικά. Αλλά αυτή δεν μπορούσε να αλλάξει τα συναισθήματα της. Κοιτούσε πλέον τον Στέφανο και με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυα της.  Έτρεμε ολόκληρη και νόμιζε πως θα λυποθυμήσει.

- Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου από τότε, Στέφανε, είπε και αν εκείνος δεν αντιδρούσε γρήγορα δεν θα είχε προλάβει να την πιάσει πριν πέσει λυπόθυμη στο πάτωμα.

Την κράτησε σφιχτά στα χέρια του και ένιωθε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Πόσα χρόνια ονειρευόταν αυτή την στιγμή. Πόσες φορές την είχε δει στα όνειρα του; Πόσες νύχτες από το πολύ ποτό, νόμιζε πως την έβλεπε μπροστά του, να του λέει πως τον αγαπά. Πόσες χαμένες νύχτες επειδή ήταν δειλός. Ποτέ δεν περίμενε να έρθει αυτή η στιγμή. Ήταν τόσο σίγουρος πως τον μισούσε.

Photo by Canvas

Κάθισε στο κρεβάτι και την κρατούσε αγκαλιά. Δεν ήθελε να την αφήσει στιγμή από τα χέρια του. Σιγά σιγά την ένιωσε να συνέρχεται. Να ανοίγει τα μάτια της και κάτι να προσπαθεί να πει μέσα από τα δάκρυα της. Της έκλεισε απαλά το στόμα με το χέρι του για να μην κουράζεται, μην βασανίζεται και να σωπάσει. Αμέσως μετά την φίλησε τρυφερά στα χείλη. Αμέσως το φιλί έσβησε κάθε αμφιβολία στην ψυχή τους.

- Πάντα σ'αγαπούσα κοριτσάκι μου, της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Έστω και μετά από τόσα χρόνια, ζούσε το όνειρο του. Επιτέλους, η ζωή του χαμογελούσε. Ήταν ευτυχισμένος.

Όταν ο Άκης και η Ιφιγένεια μπήκαν σπίτι, μετά από πολλή ώρα. Τους βρήκαν αγκαλιά δίπλα στο τζάκι. Τότε ο Άκης ήξερε πως αυτά θα είναι τα πιο ευτυχισμένα Χριστούγεννα για όλους.

Photo by Canvas

Δεν ξέρω αν τα κατάφερα με αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω αν άγγιξα την ψυχή κάποιου. Σίγουρα όμως άγνωστη φίλη μου, η δική σου ζωή έδωσε πνοή στην ιστορία μου.

Σε ευχαριστώ.






















Σχόλια

  1. αισθάνθηκα μια γλυκιά δόση νοσταλγίας, ενίοτε και μελαγχολίας αλλά και ηρεμίας.
    με άγγιξες!
    να είσαι καλά και να έχεις μια όμορφη μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Κική μου. Σε ευχαριστώ. Ήταν ένα ωραιο ρομαντικό ταξίδι και για μένα.
      Να περνάς όμορφα.

      Διαγραφή
  2. Αχα! Διήγημα! Εδώ θέλει προσοχή, σεβασμό στη δουλειά σου, χρόνο να διαβαστεί. Το σημειώνω για να το κάνω στην πρώτη ευκαιρία. Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα. Σε ευχαριστώ.
      Είναι από τις πρώτες μου προσπάθειες, και ζητώ επιείκεια.
      Με την ησυχία σου.
      Περιμένω σχόλια και εντυπώσεις.

      Διαγραφή
  3. Μου άρεσε πολύ η ιστορία σου. Καλογραμμένη. Με ρούφηξε στη ροή της, τόσο που ανά στιγμές λυπήθηκα τους πρωταγωνιστές, άλλες με σύγχισαν και θα 'θελα να βουτήξω στις λέξεις σου να τους ταρακουνήσω. Ήταν υπέροχη. Ωραία ροή, ωραίοι διάλογοι. Αν την έσπαγες και την γέμιζες, άνετα έγραφες το πρώτο σου βιβλίο.
    ΥΓ: Αν έρθει η στιγμή να βγάλεις βιβλίο, θα'μαι η πρώτη αναγνώστρια που θα αναρτήσει κριτική για το βιβλίο σου! Και θα το κάνω με μεγάλη χαρά.
    Σε φιλώ Ντένια μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κορίτσι μου γλυκό σε ευχαριστώ τόσο πολύ. Δεν ξέρεις πόση χαρά μου έδωσαν τα λόγια σου. Αυτή την ιστορία την λάτρεψα και την χάρηκα τόσο πολύ, οπότε χαίρομαι πολύ που σου άρεσε. Σου υπόσχομαι ότι αν κάποτε το αποφασίσω και γράψω το δικό μου βιβλίο, θα είσαι η πρώτη που θα το διαβάσεις. Σου στέλνω ένα πολύ μεγάλο φιλί.
      Καλά Χριστούγεννα ❤️

      Διαγραφή
  4. Ειλικρινά ένιωσα κάθε κύτταρο του κορμιού μου να συμβαδίζει με την ιστορία. Δεν ξέρω από που προήλθε όλη αυτή η ανάγκη όμως την αισθάνθηκα πραγματικά .Εκείνον, εκείνη, τον Άκη ακόμα και τη μικρή. Λες και κοιτούσα από μια γωνιά τα χείλι του ενός να κρέμονται από του άλλου. Ανυπομονούσα για τη στιγμή που η αποκάλυψη θα ερχόταν.. Μπράβο σου κορίτσι μου, υπέροχη ιστορία!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα. Σε ευχαριστώ πολύ για το όμορφο σχόλιο σου.
      Χαίρομαι που σε άγγιξε τόσο και περίμενες το τέλος. Είναι μια ιδιαίτερη ιστορία για μένα αυτή και χαμογελώ σαν παιδί, όταν ακούω πως δημιούργησε όμορφα συναισθήματα.
      Σε φιλώ να περνάς όμορφα.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι άνθρωποι που "έφυγαν" πάντα θα ζουν στα πιο όμορφα κομμάτια της ψυχής μας.

Οι άνθρωποι που "έφυγαν"  πάντα θα ζουν στα πιο όμορφα κομμάτια της ψυχής μας. Νιώθω την επιθυμία να αφήσω αυτό το κείμενο εδώ, να υπάρχει για να θυμάμαι πάντα. Όχι ότι είναι από τις καταστάσεις που εύκολα ξεχνάς, και σίγουρα δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα λησμονήσεις. Υπάρχουν στιγμές που έχω έντονα την ανάγκη να κάνω τις σκέψεις και τα συναισθήματα λέξεις, φράσεις και προτάσεις. Ίσως επειδή τα λόγια χάνονται και τα γραπτά μένουν, ή επειδή είναι τόσο έντονα τα συναισθήματα που με πνίγουν και αυτά με αναγκάζουν να τα αποτυπώσω στο χαρτί. Είναι δύσκολες οι μέρες που διανύουμε, περίεργα έτσι κι αλλιώς τα συναισθήματα. Ο κόσμος φοβάται το χθες, τρέμει το σήμερα, δεν ξέρει τι να περιμένει αύριο. Μια φάση της ζωής μας που η ελπίδα κάπως χάνεται, οι αρνητικές σκέψεις μας κατακλύζουν και η θλίψη φωλιάζει στην καρδιά μας. Νόμιζα πως ήλεγχα την κατάσταση και πως ακόμα δεν με είχαν επηρεάσει όλα αυτά. Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται πάντα όπως τα θέλ

"Click away" στον Έρωτα.

"Click away" στον Έρωτα. Θα τον κάνω click away. Χτυπάει μήνυμα στο κινητό μου. Πιάνω αδιάφορα την συσκευή. "Μα καλά ποιος στέλνει μηνύματα στην εποχή του Instagram και του messenger;" γκρινιάζω, αλλά θέλω να δω και ποιος είναι.  - Πάμε για καφεδάκι; διαβάζω και γελάω. "Αδιόρθωτος ο αποστολέας. Ποτέ δεν θα αλλάξει αυτή η κοπέλα σκέφτομαι και βιάζομαι να απαντήσω. Δεν χάνονται τέτοιες ευκαιρίες στις μέρες μας.  - Φύγαμε, γράφω βιαστικά και στέλνω και ένα sms μετακίνηση 6 για να μην έχουμε τίποτα ανεπιθύμητα πρόστιμα και τρέχουμε χριστουγεννιάτικα. Βλέπεις είναι ακριβή η ελευθερία στις μέρες του κορονοιου. Θα περάσει κι αυτό. Ένα εμπόδιο ακόμα στην ήδη δύσκολη ζωή μας. Σιγά. Τόσα πήγαν στραβά, άλλο ένα ακόμα τι πειράζει; Πάντα σκέφτομαι θετικά και δεν σκοπεύω να αλλάξω. Αρνούμαι να αλλάξω . Ώπ, ώπ πάλι άρχισα να γράφω τα δικά μου. Επανέρχομαι στην τάξη. Και συνεχίζω.  Στέλνω λοιπόν τα μηνύματα μου, περνώ ταυτότητα και ξεκινάω για το γνωστό σημείο συνάντησης. Μέρε

Δακρυσμένα Χριστούγεννα

  Δακρυσμένα Χριστούγεννα. Photo by Canvas Παραμονή Χριστουγέννων και ο κόσμος χαμογελαστός περπατά στην Ερμού, κάνοντας ψώνια ή μια βόλτα της τελευταίας στιγμής. Μουσική και γέλια ακούγονται παντού. Εκτός από το μικρό σκοτεινό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Εκεί κάθεται αμέτοχη η Νεφέλη. Αρνείται να συμμετάσχει στην χαρά των ημερών. Μια εβδομάδα τώρα, κάθεται στην μέση του δωματίου και κλαίει απαρηγόρητη. Δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί. Είχαν κάνει τόσα σχέδια μαζί, τόσα όνειρα. Όλα χάθηκαν σε μια στιγμη.  "Γιατί;" αναρωτιέται, αλλά απάντηση δεν παίρνει. Το τραπέζι γεμάτο σοκολάτες, ποτήρια με κόκκινο κρασί και αποτσίγαρα. Καπνίζει και πίνει ασταμάτητα. Γυρνώντας τα τελευταία λόγια στο μυαλό της με μανία. Δεν ξέρει τι να κάνει και δεν θέλει να κάνει τίποτα. Απλά να σταματήσει τον χρόνο και να τον φέρει πίσω. Εκεί μαζί της, να την κρατάει αγκαλιά και να της μιλά για το μέλλον τους. Ποτέ ξανά δεν θα ζήσουν μαζί, πρέπει να το πάρει απόφαση, σκέφτεται και ξεσπά σε κλάματα. &quo